kid-happy-in-rain

Κάθε ψιχάλα και μια σωτηρία της ψυχής!

Της Χρύσως Αντωνιάδου

Το αεράκι αγκαλιάζει το πρόσωπό μου. Το λατρεύω! Λατρεύω το κρύο του χειμώνα, το κρύο του πρωινού, ακόμη και το κρύο της νύχτας. Πάει καιρός τώρα που κάθε ζεστή ηλιαχτίδα με καταπονεί και με κουράζει. Άτιμη αρρώστια! Κάθε ψιχάλα είναι για μένα η σωτηρία της ψυχής και του σώματος!

Ο σκύλος μου χώνεται μες το κρεβατάκι του, περνώντας πολύ νωρίς σε χειμερία νάρκη… Κοιμάται με τις ώρες και ξυπνά για τον περίπατο και το φαγητό. Σκυλίσια ζωή!

Το αεράκι αγκαλιάζει το πρόσωπο και μου δίνει ανάσες ζωής… Ακόμη κι αν κυκλοφορώ σε μια γειτονιά που της άλλαξαν …τα φώτα για να στηθούν στη σειρά οι καφετέριες, που το Τμήμα Δημοσίων Έργων ….ολοκλήρωσε το έργο του πεζόδρομου, αφήνοντας μισοτελειωμένες δουλειές, μέχρι να βρεθεί κάποιος ξαπλωτός σε κανένα χαντάκι και να τρέχουν τα τηλεοπτικά κανάλια… Αν μη τι άλλο, το έργο … έγινε με ευρωπαϊκά κονδύλια!

Kαλύτεροι άνθρωποι

Όποιος έχει τετράποδο, και το συνιστώ σε όλους για να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι, ξέρει απέξω και ανακατωτά την περιοχή του. Κάθε βήμα, κάθε πατημασιά και κάθε στενό. Δεν είσαι εσύ που είσαι ο αρχηγός, αλλά ο σκύλος σου, που σε παίρνει εκεί που θέλει, ακόμη και στις μικρότερες εξερευνήσεις της περιοχής.

Εγώ κουρασμένη, να μαζεύω και την παραμικρή μου δύναμη και ο Σνούπυ να επιμένει να με τραβά στις … λεωφόρους και στους πεζόδρομους.

Επιτέλους χειμώνιασε! Το κρύο αεράκι περνά διακριτικά από το παράθυρο του γραφείου μου και μου υπενθυμίζει την παρουσία της εποχής. Μαζεύω δυνάμεις και τις συναρμολογώ στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Μια συνήθεια κάθαρσης, για όλους όσοι μπορούμε ακόμη να εκφραζόμαστε, λίγο στα τυφλά, λίγο στα σιωπηλά, αλλά πάντοτε στα δύσκολα. Ίσως από συνήθεια, όπως συνηθίζουμε να να ντυνόμαστε μηχανικά και να τρέχουμε να προλάβουμε τα χρονοδιαγράμματα.

Η δύναμη της δημιουργίας, η δύναμη της σκέψης και του συναισθήματος, ότι ζούμε, δημιουργούμε και ελπίζουμε… Σε ένα καλύτερο κόσμο, σε καλύτερους ανθρώπους.

Ναι, ακόμη υπάρχει για πολλούς από μας εκείνη η λατρεία του γραψίματος, που άλλοτε είναι υποχρεωτική, ακόμη κι αν λυγίζουμε από τον πόνο, κι άλλοτε είναι μια μαγεία δυνατή, που μας δίνει τροφή για ζωή!

Άκου!

Ανατρέχω και πάλι στο υπέροχο βιβλίο «Άκου ανθρωπάκο» του Βίλχελμ Ράιχ, για πολλοστή φορά, το βιβλίο – σταθμός που παρακολουθεί με τρόμο τις ενέργειες του ανθρώπου στον ίδιο του τον εαυτό, πόσο υποφέρει και πώς δολοφονεί τους αληθινούς του φίλους, πώς συμπεριφέρεται στους συνανθρώπους του όταν αποκτά δύναμη και πόσο θηριώδης μπορεί να γίνει όταν η δύναμη τον καταλαμβάνει. Ξεσηκώνω μια πρόταση, πολύ δυνατή: «Όταν ζεις για μακρύ διάστημα στο βάθος μιας σκοτεινής σπηλιάς θα σιχαθείς το φως του ήλιου. Και το πιθανότερο είναι ότι τελικά τα μάτια σου θα χάσουν τη δύναμη να αντέχουν. Να γιατί καταλήγουμε να μισούμε το φως του ήλιου».

Σκέφτομαι φωναχτά. Όπως κάνω κάθε φορά που ανατρέχω σε αυτό το εξαιρετικό βιβλίο. Πόσοι από μας αρνούμαστε να δούμε το φως και να ζήσουμε φωτεινά; Πόσοι συνεχίζουν να ζουν στο σκοτάδι, γιατί βολεύονται, γιατί θεωρούν πως είναι ευτυχισμένοι, γιατί συνήθισαν, γιατί δεν θέλουν να ταράξουν τους κύκλους της ασφάλειάς τους…Ποιας ασφάλειας; Υπάρχει σήμερα οποιαδήποτε ασφάλεια; Αρνούνται να κοιτάξουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη, να ψάξουν και να αποδεχθούν τις αλήθειές τους, παραδομένοι σε κατώτερους ανθρώπους για να τους εξουσιάζουν.

Σε ξέρουν απ’ έξω

Γράφει ο Ράιχ στο βιβλίο του: «Περιφρονείς τον εαυτό σου. Σε ξέρουν απ’ έξω κι ανακατωτά. Γνωρίζουν τις χειρότερες αδυναμίες σου, όπως θα έπρεπε να τις γνωρίζεις εσύ. Σε θυσίασαν σ’ ένα σύμβολο κι εσύ τους έδωσες τη δύναμη να σ’ εξουσιάζουν. Εσύ ο ίδιος τούς αναγόρευσες αφεντικά σου και συνεχίζεις να τους στηρίζεις, παρόλο που πέταξαν τις μάσκες τους. Στο είπαν κατάμουτρα: “Είσαι και θα είσαι πάντα κατώτερος, ανίκανος να αναλάβεις την παραμικρή ευθύνη». Κι εσύ τους αποκαλείς καθοδηγητές και σωτήρες και φωνάζεις ζήτω, ζήτω».

«Σε φοβάμαι, ανθρωπάκο. Σε τρέμω, επειδή από σένα εξαρτάται το μέλλον της ανθρωπότητας. Σε φοβάμαι επειδή το κυριότερο μέλημά σου στη ζωή είναι να δραπετεύεις από τον εαυτό σου. Είσαι άρρωστος, ανθρωπάκο, άρρωστος βαριά. Δεν φταις εσύ γι’ αυτό, μα έχεις υποχρέωση να γιατρευτείς. Θα ’χες από καιρό αποτινάξει τα δεσμά σου, αν δεν ενθάρρυνες ο ίδιος την καταπίεση και δεν τη στήριζες άμεσα με τις πράξεις σου».

Φθινοπώριασε! Η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος διαπερνά τα ρουθούνια, ο αχνιστός καφές, το τσάι με κανέλα. Μικρά και ασήμαντα… Μικρές ομορφιές για μικρές μέρες, για μεγάλους ανθρώπους.

Γιατί, ναι, πίσω από τα κατσουφιασμένα πρόσωπα, πίσω από τα σκληρά προσωπεία, την αυστηρότητα, την πειθαρχία, τα «πρέπει», τα «επιβάλλεται», τα «είναι υποχρέωσή μας», κρύβονται άνθρωποι. Άνθρωποι ανασφαλείς, μεγαλωμένοι μες τις ανασφάλειες των κυπριακών οικογενειών, γαλουχημένοι από τις αξίες του χρήματος και της καλής θέσης. Άνθρωποι που κατακρίνουν αυτούς που τολμούν, τους διαφορετικούς, τους καινοτόμους, χλευάζοντας τον αυθορμητισμό και την απλότητα της σκέψης τους. Στην πραγματικότητα τους ζηλεύουν!

Γράφει ο Ράιχ στο βιβλίο του: «Είσαι “άνθρωπος μικρός, κοινός”. Συλλογίσου τη διπλή έννοια που έχουν τούτες οι λέξεις, “μικρός” και “κοινός”…

Μην το βάζεις στα πόδια! Βρες το κουράγιο να αντικρίσεις τον εαυτό σου!».

Με ποιο δικαίωμα

Και σε άλλο σημείο του βιβλίου: «Με ποιο δικαίωμα μου κάνεις κήρυγμα; Βλέπω την ερώτηση στο τρομαγμένο βλέμμα σου. Σ’ ακούω να την ξεστομίζεις όλο αυθάδεια. Φοβάσαι να αντικρίσεις τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Φοβάσαι την κριτική, όσο και τη δύναμη που σου υποσχέθηκαν. Αλήθεια, πώς σκέφτεσαι να χρησιμοποιήσεις τη δύναμή σου; Δεν ξέρεις. Φοβάσαι και να σκεφτείς ακόμη πως μπορεί κάποια μέρα να ’σαι διαφορετικός: ελεύθερος αντί φοβισμένος, ειλικρινής αντί ραδιούργος, να χαίρεσαι τον έρωτα, όχι σαν τον κλέφτη μες στη νύκτα, αλλά ανοικτά, στο φως του ήλιου. Απεχθάνεσαι τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Αναρωτιέσαι, “Ποιος είμαι εγώ που θα ’χω άποψη, θα κουμαντάρω τη ζωή μου και θα αποκαλώ ολάκερη την οικουμένη δική μου;” Δίκιο έχεις. Ποιος είσαι εσύ που θα διεκδικήσεις τη ζωή σου; Ε, λοιπόν, θα σου πω ποιος είσαι.

Διαφέρεις από τον ισχυρό σε τούτο μόνο, ο ισχυρός υπήρξε κάποτε ένας πολύ μικρός ανθρωπάκος, αλλά ανέπτυξε μια σημαντική ικανότητα. Αναγνώρισε την ποταπότητα και την ανεπάρκεια των σκέψεων και των πράξεών του. Κάτω από την πίεση κάποιου έργου που θεώρησε σημαντικό, έμαθε να διακρίνει ότι η μικρότητα κι η ευτέλειά του απειλούσαν την ευτυχία του. Με άλλα λόγια ο ισχυρός γνωρίζει πότε και σε τι είναι ανθρωπάκος. Ο ανθρωπάκος, όμως, δε γνωρίζει ότι είναι ποταπός και φοβάται να το μάθει. Κρύβει την ποταπότητα και την ανεπάρκειά του πίσω από αυταπάτες δύναμης και μεγαλείου, τη δύναμη και του μεγαλείου κάποιου άλλου. Είναι περήφανος για τους μεγάλους στρατηγούς του, αλλά όχι για τον εαυτό του. Θαυμάζει την ιδέα που δεν είχε κι όχι εκείνη που είχε. Όσο λιγότερο καταλαβαίνει κάτι, τόσο περισσότερο πιστεύει σ’ αυτό. Κι όσο καλύτερα αντιλαμβάνεται μια ιδέα, τόσο η πίστη του σ’ αυτήν κλονίζεται». Aλησμόνητος Ράιχ!

Mεγάλες κουβέντες για κάθε εποχή, για κάθε άνθρωπο…